επιστητον

επιστητον
    ἐπιστητόν
    τό познаваемое, предмет научного познания Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "επιστητον" в других словарях:

  • ἐπιστητόν — ἐπιστητός that can be scientifically known masc acc sg ἐπιστητός that can be scientifically known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιστητός — ή, ό (AM ἐπιστητός, ή, όν) [επίσταμαι] το ουδ. ως ουσ. το επιστητό(ν) ό,τι μπορεί να μάθει καλά ο άνθρωπος και να τό υποστηρίξει λογικά («τό ἐπιστητὸν μαθητόν», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. «επί παντός τού επιστητού» ειρων. για όποιον νομίζει ότι τά ξέρει… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»